- επιδείχνω
- επίδειξα, επιδείχτηκα, μτβ.1. υψώνω κάτι και το δείχνω, το εκθέτω σε θέα, το παρουσιάζω, το δείχνω: Ο έμπορος μας επίδειξε πολλά υφάσματα.2. επιδιώκω να φανεί ότι έχω κάποια ιδιότητα ή προσόν είτε από ματαιοδοξία είτε για να προκαλέσω θαυμασμό ή εκτίμηση: Επιδείχνει τα πλούτη του.3. το μέσ., επιδείχνομαι προκαλώ την προσοχή των άλλων, ώστε να προσέξουν τις χάρες μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.